- λιμναίος
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου.
* * *-α, -ο (Α λιμναῑος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, -άδος) [λίμνη]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε λίμνη (α. «λιμναία φυτά» β. «λιμναίος πολιτισμός» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»Ηρόδ.)2. (για νερό) αυτό που λιμνάζει, στάσιμο3. (για σκάφος) προορισμένο για λίμνη («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῑα σκάφη», Ηλιόδ.)αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοποθεσία τών Αθηνών Λίμνες, κοντά στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμναῑοςπροσωνυμία τού Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην περιοχή Λίμνες3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμναίαπροσωνυμία τής Αρτέμιδος και τής Δήμητρος4. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Λιμναῑονο ναός τής Αρτέμιδος που βρισκόταν στα σύνορα τής Λακωνικής και τής Μεσσηνίας5. φρ. «λιμναῑα κρηνών τέκνα» — οι βάτραχοι.
Dictionary of Greek. 2013.